δανδί

δανδί
ο (και δανδί, οι)
ινδοί ασκητές που ζουν ζητιανεύοντας έξω από τις πόλεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (ινδ.) dādī < dād «κουπί, κοντάρι, ραβδί» < αρχ. ινδ. danda «ραβδί, κοντάρι» (πρβλ. αγγλ. dandi)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”